- τραγανίζω
- [траганизо] р. грызть, хрустеть,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τραγανίζω — τραγανίζω, τραγάνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τραγανίζω — τραγάνισα 1. μτβ., μασώ κάτι τραγανό ή σκληρό, γριτσανίζω: Τραγανίζω παξιμάδι. 2. αμτβ., τρίζω στη μάσηση: Η φρυγανιά τραγανίζει στα δόντια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραγανίζω — Ν [τραγανός] 1. μασώ κάτι τραγανό ή σκληρό 2. κάνω θόρυβο μασουλώντας κάτι 3. (αμτβ.) τρίζω κατά τη μάσηση («το ψωμί τραγανίζει στα δόντια») 4. μτφ. κατατρώω σαν τρωκτικό («τραγάνισε όλη την περιουσία τών γονιών του») … Dictionary of Greek
τραγάνισμα — το, Ν [τραγανίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τραγανίζω … Dictionary of Greek
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek